- περίωπος
- περίωπ-ος, ον,A visible all round, Hsch. s.v. ἀμφίσωπον : in Orph.A.14 περιωπέα . . Ἔρωτα is prob. f.l. for πυριωπέα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίωπος — ον, Α φανερός από παντού, περίοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ωπος (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»), πρβλ. μέτ ωπον, πρόσ ωπον] … Dictionary of Greek
περίωπον — περίωπος visible all round masc/fem acc sg περίωπος visible all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)